- μελετήσας
- μελετήσᾱς , μελετάωtake thoughtaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελέτησας — μελετάω take thought aor ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογάρι — το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν) νεοελλ. μσν. αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek